τσίμπλα

τσίμπλα
και τζίμπλα, η, Ν
1. η λήμη τών ματιών
2. η καύτρα λυχναριού
3. οφθαλμός στην βάση κάθε κληματίδας αμπελιού
4. θηλ. τού τσίμπλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. τού ρήματος τσιμπλιάζω. Η λ. τονίστηκε στην παραλήγουσα, σε αντιδιαστολή προς το αρχ. σιφλή (βλ. τσιμπλιάζω), κατά το σχήμα δοξάζω: δόξα, πεινώ: πείνα (για ανάλογο φαινόμενο διαφοράς τονισμού, πρβλ. πύρα: πυρά, σπίθα: σπινθήρ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τσίμπλα — η 1. λευκοκίτρινο πηχτό υγρό των βλεφάρων, που μαζεύεται κυρίως στις άκρες των ματιών. 2. το μάτι που βρίσκεται στη βάση κάθε κληματόβεργας. 3. η κούτρα του λυχναριού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τσίμπλης — και τσιμπλής, θηλ. τσιμπλού και τσίμπλα, Ν [τσίμπλα] τσιμπλιάρης …   Dictionary of Greek

  • γλάμων — γλάμων, ον (Α) ο γλαμυρός*. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. γλάμων (καθώς και οι παράλληλοί του γλαμυρός* και γλαμώδης*) προήλθε από τη γλώσσα τού Ησύχ. «γλάμος μύξα», κατά τα επίθετα σε ων (πρβλ. στράβων, τρήρων κ.ά.). Πρόκειται για τεχνικούς όρους αβέβαιης… …   Dictionary of Greek

  • λήμη — η (AM λήμη, Μ και λήμμη) ωχρόλευκο λιπώδες έκκριμα τών ταρσαίων αδένων τών βλεφάρων το οποίο συγκεντρώνεται ιδίως στον εσωτερικό κανθό τού ματιού, η τσίμπλα αρχ. 1. στον πληθ. αἱ λῆμαι τα πάσχοντα, τα ερεθισμένα μάτια 2. φρ. α) «ἡ τοῡ Πειραιῶς… …   Dictionary of Greek

  • λημίον — λημίον, τὸ (Α) [λήμη] υποκορ. τού λήμη, μικρή τσίμπλα …   Dictionary of Greek

  • λημύδριον — λημύδριον, τὸ (Α) υποκορ. τού λήμη*. [ΕΤΥΜΟΛ. < λήμη «τσίμπλα» + υποκορ. κατάλ. ύδριον (πρβλ. λογ ύδριον, νησ ύδριον)] …   Dictionary of Greek

  • μεϊβομιανός — ή, ό φρ. «μεϊβομιανοί αδένες» ανατ. αδενίσκοι τού επιπεφυκότα πίσω από τα βλέφαρα, οι οποίοι εκκρίνουν ωχρόλευκο λιπώδες έκκριμα, τη λήμη, την τσίμπλα …   Dictionary of Greek

  • τσιμπλιάρης — α, ικο, Ν 1. αυτός που έχει τσίμπλες στα μάτια του 2. το ουδ. ως ουσ. το τσιμπλιάρικο (με υποτιμητ. σημ.) ανήλικο, ανώριμο παιδί. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσίμπλα + κατάλ. ιάρης (πρβλ. ψωρ ιάρης)] …   Dictionary of Greek

  • τσιμπλομάτης — α, ικο, θηλ. και τσιμπλοματού, Ν τσιμπλιάρης, τσίμπλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσίμπλα + μάτης (< μάτι), πρβλ. αετο μάτης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”