τσίμπλα — η 1. λευκοκίτρινο πηχτό υγρό των βλεφάρων, που μαζεύεται κυρίως στις άκρες των ματιών. 2. το μάτι που βρίσκεται στη βάση κάθε κληματόβεργας. 3. η κούτρα του λυχναριού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τσίμπλης — και τσιμπλής, θηλ. τσιμπλού και τσίμπλα, Ν [τσίμπλα] τσιμπλιάρης … Dictionary of Greek
γλάμων — γλάμων, ον (Α) ο γλαμυρός*. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. γλάμων (καθώς και οι παράλληλοί του γλαμυρός* και γλαμώδης*) προήλθε από τη γλώσσα τού Ησύχ. «γλάμος μύξα», κατά τα επίθετα σε ων (πρβλ. στράβων, τρήρων κ.ά.). Πρόκειται για τεχνικούς όρους αβέβαιης… … Dictionary of Greek
λήμη — η (AM λήμη, Μ και λήμμη) ωχρόλευκο λιπώδες έκκριμα τών ταρσαίων αδένων τών βλεφάρων το οποίο συγκεντρώνεται ιδίως στον εσωτερικό κανθό τού ματιού, η τσίμπλα αρχ. 1. στον πληθ. αἱ λῆμαι τα πάσχοντα, τα ερεθισμένα μάτια 2. φρ. α) «ἡ τοῡ Πειραιῶς… … Dictionary of Greek
λημίον — λημίον, τὸ (Α) [λήμη] υποκορ. τού λήμη, μικρή τσίμπλα … Dictionary of Greek
λημύδριον — λημύδριον, τὸ (Α) υποκορ. τού λήμη*. [ΕΤΥΜΟΛ. < λήμη «τσίμπλα» + υποκορ. κατάλ. ύδριον (πρβλ. λογ ύδριον, νησ ύδριον)] … Dictionary of Greek
μεϊβομιανός — ή, ό φρ. «μεϊβομιανοί αδένες» ανατ. αδενίσκοι τού επιπεφυκότα πίσω από τα βλέφαρα, οι οποίοι εκκρίνουν ωχρόλευκο λιπώδες έκκριμα, τη λήμη, την τσίμπλα … Dictionary of Greek
τσιμπλιάρης — α, ικο, Ν 1. αυτός που έχει τσίμπλες στα μάτια του 2. το ουδ. ως ουσ. το τσιμπλιάρικο (με υποτιμητ. σημ.) ανήλικο, ανώριμο παιδί. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσίμπλα + κατάλ. ιάρης (πρβλ. ψωρ ιάρης)] … Dictionary of Greek
τσιμπλομάτης — α, ικο, θηλ. και τσιμπλοματού, Ν τσιμπλιάρης, τσίμπλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσίμπλα + μάτης (< μάτι), πρβλ. αετο μάτης] … Dictionary of Greek